ΒΟΡΕΙΑ ΧΙΟΣ, Όπως λέμε «τόπος αυθεντικός»…
Τη Χίο την γνώριζα μόνο από το μάθημα της Γεωγραφίας. Σαν ένα νησί του Βορείου Αιγαίου. Τίποτα παραπάνω τίποτα παρακάτω. Την έμαθα σαν τον προσωπικό μου παράδεισο. Ένα καλά κρυμμένο μυστικό, για τους λίγους εκείνους που νοιάζονται να εντρυφήσουν στον ψυχισμό του νησιού.
Οι λιγοστές πληροφορίες λίγο πριν ξεκινήσουμε, ήθελαν τους Χιώτες, ευγενικούς και τυπικούς, αλλά ιδιαίτερα επιφυλακτικούς όσον αφορά τον τουρισμό, στα όρια σχεδόν της απόρριψής του. Ο μύθος καταρρίφθηκε άμεσα. Χρειάστηκε μόλις ένα ακτοπλοϊκό ταξίδι εννέα ωρών και η αποβίβασή μας. Η διαμονή μας είχε καθοριστεί στη Βολισσό, η Αντιγόνη είχε ξυπνήσει αχάραγα για να μας περιμένει. Προτίμησα όμως να ξυπνήσω τη Μάρω. Να πιούμε τον πρώτο πρωινό καφέ και να πάρουμε κουράγιο για τη διαδρομή προς τα βόρεια.
Πέντε τα ξημερώματα, ήρθε να μας πάρει από το λιμάνι. Να μας πάει στο σπίτι της, να μας τρατάρει ελληνικό καφέ για το καλωσόρισμα και να μας βομβαρδίσει με πληροφορίες και την αγάπη της για το νησί. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόμασταν ήδη στο δρόμο για τη Βολισσό. Ήθελα να μην οδηγώ, για να μπορέσω να απολαύσω τον πρώτο γλυκό ύπνο γεμάτο από αρώματα της φύσης μέσα στο αμάξι. Τα τοπία εναλλάσσονταν και η έκπληξη μαζί με τον ενθουσιασμό μας μεγάλωναν. Από την πλούσια και πυκνή βλάστηση στα φαλακρά βράχια. Και πάλι βλάστηση και μετά θάλασσα. Το απόλυτο μπλε του αιγαίου να γαληνεύει το βλέμμα. Κι εμείς να συνεχίζουμε την περιπλάνηση στον τόπο των γεύσεων, των αρωμάτων, των ανθρώπων, ακόμη σημαντικότερα.
Περπατάμε μέσα στο χωριό και οι αισθήσεις αιχμαλωτίζονται. Τα μικρά στενά, οι απότομες ανηφόρες. Τα πετρόχτιστα σπίτια. Τα γκρέμια. Το κάστρο. Η θέα από ψηλά. Όλα συντελούν στο να χαρακτηρίσουμε αυτόν τον τόπο μαγικό. Και μετά το φαγητό. Ο Δημητρός και η κυρία Σοφία είναι πάντα εκεί. Για όλους. Με ένα χαμόγελο τεράστιο. Με μάτια ειλικρινή και διάφανα. Με προϊόντα της μάνας γης, που εμείς οι πρωτευουσιάνοι έχουμε ξεχάσει τη γεύση τους. Η μαγεία βρίσκεται στα απλά, πάντα. Κολοκυθάκια και γαύρος στη σχάρα, ξυλάγγουρο και μαστέλο, χόρτα από το μποστάνι, καγιανάς από αυγά ολόφρεσκα. Γνήσια ελληνική κουζίνα, με αυθεντικά προϊόντα, πώς να θες να φύγεις μετά; Επιστρέφουμε, πάντα επιστρέφουμε στο αληθινό. Είναι σαν να είναι γραμμένο στο dna, όχι μόνο το δικό μας, του κάθε ανθρώπου, να αναγνωρίζει και να εκτιμά το αυθεντικό.
Επόμενος σταθμός Καρδάμυλα. Η Αντιγόνη μας συμβουλεύει να ακολουθήσουμε τον δρόμο από Καμπιά. «Είναι μόλις 20 λεπτά παραπάνω, αλλά δε θα το μετανιώσετε». Είχε δίκιο σίγουρα στο δεύτερο σκέλος. Για μιάμιση περίπου ώρα, ταξιδεύουμε μέσα στη φύση. Τα αρώματα μας έχουν μεθύσει, η διαδρομή κουραστική, αλλά το τοπίο μας αποζημιώνει, φυσικές στοές από δέντρα, λουλούδια, οπωροφόρα, δε ξέρουμε που να πρωτοσταματήσουμε το βλέμμα. Η συνάδελφος και συνοδοιπόρος βρίσκεται σε οργασμό φωτογραφικής δημιουργίας. Πώς να την κατηγορήσω, ρισκάρω μαζί της και σταματάω στα πιο περίεργα και ενίοτε επίφοβα σημεία, για να απαθανατίσει μια πεταλούδα πάνω σ’ ένα λουλούδι, ένα πουλί που ραχατεύει στο κλαδί, τη θάλασσα που αγκαλιάζει το νησί.
Τα Καρδάμυλα, αμιγώς ναυτικός τόπος, με μπόλικους εφοπλιστές, κρατάνε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Πιο απόμακρο, αλλά παρ’ όλα αυτά ελκυστικό. Η φύση πλέκει κι εδώ το εγκώμιο της κι η γυναίκα του ναυτικού στη προκυμαία μας θυμίζει πως για χρόνια το νησί στηρίχτηκε στη ναυτιλία του.
Βράδυ πια, κατάκοπες από την τόση ομορφιά γυρνάμε στο γνωστό στέκι. Για να νιώσουμε αυτή την σπάνια ζεστασιά που προκύπτει ανάμεσα σε ανθρώπους που κατ’ ουσία επικοινωνούν. Η παρέα μεγαλώνει, με τον Γιάννη, συγγραφέα γαρ να αποκαλεί τον Δημητρό γνήσιο λογοτέχνη της ζωής, τη Στάθια, να μας μιλάει λες και μας ξέρει καιρό και τον Αλέξανδρο, τον Κρητικό της παρέας, να γκρινιάζει που δεν υπάρχει χιώτικο νερό στο τραπέζι κι όλη αυτή η γλυκιά κούραση να μας κατακλύζει.
Η παραλία Λευκάθια, το επόμενο πρωί μας καλεί επιτακτικά για μια βουτιά πριν ξεκινήσουμε τον γύρω στα 18 χωριά της Αμανής. Όλοι μιλάνε για την παλιά Ποταμιά. Το εγκαταλελειμμένο χωριό από τη δεκαετία του ΄70, που βρίσκεται μέσα σε χαράδρα. Δυο χιλιόμετρα χωματόδρομος από τον κεντρικό και φτάνουμε στη πρώτη μας στάση. Το χωριό μυρίζει θανατικό. Κι όντως σύμφωνα με το θρύλο, οι περισσότεροι κάτοικοι στο πέρασμα του χρόνου νοσούσαν από φυματίωση, μιας κι όπως θέλει η παράδοση, ο ήλιος τους έβλεπε μόλις δυο ώρες την ημέρα. Χαλάσματα παντού. Το μόνο που σώζεται είναι το σχολείο και μια επιγραφή που πληροφορεί τους επισκέπτες ότι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Κι ακριβώς δίπλα η εκκλησία του Αγ. Αντωνίου να στέκει αγέρωχη. Η καρδιά σφίγγεται, ο δρόμος της επιστροφής σιωπηλός.
Στο οινοποιείο που επισκεπτόμαστε στον Αριούσιο, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει. Η περιήγηση και η επεξήγηση της παραγωγής του κρασιού μας τονώνουν ευχάριστα. Όπως μας εξηγεί η Άννα, το όνειρο των ρομαντικών να αναβιώσουν τον αριούσιο οίνο έγινε πραγματικότητα κι εμείς συγκινούμαστε από την τρυφερή ιστορία.
Λίγο αργότερα συναντάμε το Άγιο Γάλας. Πλατάνια και πλούσια βλάστηση τα περιβάλλουν και ένας χώρος για να ξαποστάσουν οι επισκέπτες. Μπαίνουμε στο σπήλαιο με τον ξεναγό. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σπήλαια που κατοικούνταν. Η φύση έχει δείξει κι εδώ την καλλιτεχνία της. Μορφές σχηματίζονται από τους σταλαγμίτες κ οι σκιές στα τοιχώματα ξαφνιάζουν. Το φυσικό σαλόνι που έχει δημιουργηθεί μας βάζει σε σκέψεις. Βγαίνουμε για να επισκεφτούμε την εκκλησία. Την θαυματουργή. Αυτή που η παράδοση θέλει, τις γυναίκες που την επισκέπτονται να εγκυμονούν άμεσα. Το τέμπλο επιβλητικό, χρονολογείται από το 1600. Τα χρώματα φυσικά και οι μορφές κόβουν την ανάσα. Εκτός από τα αγγελούδια που ανάγλυφα μας κοιτάζουν, παρατηρούμε και παγανιστικές φιγούρες. Και πιο δίπλα ένα σπήλαιο, εκεί που λειτουργούσαν οι πρώτοι χριστιανοί κι εκεί που έμεινε και θεραπεύτηκε η κόρη ενός βασιλιά που έπασχε από λέπρα. Ο θρύλος την θέλει να πίνει από το γάλα που έσταζε απ’ τον βράχο για να επιζήσει. Το γάλα της Παναγίας. Θεραπεύτηκε και ζήτησε από τον πατέρα της να χτίσει στο σημείο, την εκκλησία του Αγίου Γάλακτος.
Κι έπειτα παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής, για να ακολουθήσει μια καινούρια μέρα με νέες περιπέτειες. Φτάνουμε στη Μονή Μουνδών, εγκαταλελειμμένη μεν, αλλά μας δίνει τη δυνατότητα να απολαύσουμε το θολωτό, τα κελιά και τις αγιογραφίες, που δεν μοιάζουν με οτιδήποτε άλλο έχουμε δει ως τώρα σε χριστιανική εκκλησία, λες και ξεπήδησαν από κάποιο κόμικ. Κι η μέρα τελειώνει με πανηγύρι. Αλλά όχι σαν αυτά που γνωρίζουμε. Εδώ, όλοι βάζουν τον «οβολό» τους για να γίνει το γλέντι. Κι όταν λέμε οβολό, δεν εννοούμε κυριολεκτικά. Μιλάμε για φαγητά και γλυκά που φτιάχνουν συγχρονισμένα οι κάτοικοι για την υπαίθρια γιορτή που γίνεται στην Παναγιά των Νερομύλων, στο Μαλαγγιώτη ποταμό. Ακόμη κι οι οργανοπαίχτες, δεν πληρώνονται για να παραβρεθούν σ’ αυτή τη γιορτή. Κι άλλη μια ιδιαιτερότητα. Είναι μεσημεριανό πανηγύρι.
Οι ώρες πέρασαν κι οι μέρες το ίδιο. Κι εμείς δεν θέλουμε να τελειώσουν. Η τελευταία σύναξη, έχει χαμόγελα, σκωπτική διάθεση, λίγη θλίψη αποχωρισμού και την υπόσχεση της επιστροφής. Τόσα χαμόγελα μαζεμένα, τόση ειλικρινή διάθεση, τέτοια δύναμη συναισθημάτων…
Μη χάσετε: Την επίσκεψη στο οινοποιείο «Αριούσια Γη». Τη διαδρομή για Καρδάμυλα από Καμπιά. Την επίσκεψη στην Παλαιά Ποταμιά.
Τι να αγοράσετε: Χιώτικο ούζο, τυρί μαστέλο, ξυλάγγουρα, μαστίχα Χίου, χειροποίητα γλυκά του κουταλιού.
Πώς θα πάτε: Ακτοπλοικα εισητήρια για Χίο
menoume-ellada.gr