ΝΑΞΟΣ, Με την σιγουριά της γης και των ανθρώπων της
Ποιος να είναι ο λόγος που ένα μέρος με παρθένα, άγρια φύση, μερικές από τις πιο όμορφες παραλίες του Αιγαίου, γευστικούς θησαυρούς που όταν έρχονται στο πιάτο σου μυρίζουν ακόμα γη και θάλασσα, εμμονή στην παράδοση και λαογραφική ταυτότητα που βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα στο νεόκοπο φολκλόρ, δεν έχει καταφέρει ακόμα να αναδειχθεί σε τουριστικό προορισμό αξιώσεων;
Σύμφωνα με τον κύριο Σπανοδημήτρη, τον 94χρονο Απειρανθίτη που ένα απόγευμα τον βρήκαμε να κατεβαίνει από το ξακουστό χωριό στην Χώρα με μόνη συντροφιά την μαγκούρα του, η απάντηση ήταν προφανής. «Οι Ναξιώτες, κορίτσι μου», είπε ο γέροντας και εμείς να του φέρουμε αντίρρηση δεν μπορέσαμε. Οι ιστορίες του πολλές και τα επιχειρήματα του άλλα τόσα, προτιμήσαμε λοιπόν να ακούσουμε τις πρώτες και να μην αναλύσουμε περαιτέρω την βαριά δήλωση. Μερικές μέρες μετά είχαμε καταλάβει πλήρως το νόημα της φράσης του.
Οι Ναξιώτες, λοιπόν, τον αγαπούν τον τόπο τους. Αγαπούν την γη του. Τόσο, που περισσότερο περήφανοι είναι για τις πατάτες και τις προβάτσες που τους δίνει, παρά για τα αξιοθέατα που έχει να επιδείξει. Αγαπούν την παράδοση του. Τόσο, που δεν σου κάνει εντύπωση που στο Χαλκί, μια νέα γυναίκα θα σου μιλήσει με τόσο πάθος για τον αργαλειό της και ούτε αυτή η επιμονή της να ξαναζωντανέψει τα προγονικά σχέδια μπορεί να σε εκπλήξει. Αγαπούν την ιστορία του. Τόσο, που θα μπεις στην Μητρόπολη Παροναξίας να ανάψεις ένα κερί για να σου πάει καλά το ταξίδι της επιστροφής και θα κινδυνεύσεις να το χάσεις από την «ευγλωττία» της κλειδοκράτορος εν αφωνία (!), που βάλθηκε να σου λέει πως κατασκευάστηκε το μαρμάρινο τέμπλο του ναού λίγο μετά το 1700. Και επιμένουν τόσο να τον αγαπούν, που κατάφεραν ακόμα και στην ιταλόφερτη πίτσα να δώσουν «αξιώτικο» αέρα. Και τι πίτσα!
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Και εν προκειμένω, την αποβίβαση. Χτισμένη περιμετρικά του Κάστρου που δεσπόζει στο λόφο και με την συνοικία Γκρόττα εξ αριστερών να διατηρεί τα σκήπτρα της καλύτερης θέας προς την περίφημη Πορτάρα, η Χώρα δεν είναι αυτό που λέμε γραφική. Είναι μέχρι να χαθείς στα μικρά δαιδαλώδη στενά της Παλιάς Πόλης της, να περάσεις κάτω από τις πέτρινες στοές με τα ξύλινα υποστυλώματα, να ξεμυτίσεις στην μικροσκοπική Πλατεία Πρωτοδικείου, να δεις το ιστορικό φαρμακείο του Δελλαρόκα ή το εργαστήρι κατασκευής κεριών του Μελισσουργού, να χαζέψεις την τέχνη του στο τσαγκαράδικο του Τσακωνιάτη, να ανηφορίσεις προς το κάστρο για να μετρήσεις πολεμίστρες και να δεις την Μονή των Ουρσουλίνων, για να ανακαλύψεις τις κρυφές, διάστικτες χάρες που φωλιάζουν στα δρομάκια της. Από την άλλη, η προκυμαία παραμένει πάντα το επίκεντρο της κίνησης και ειδικά τη νύχτα που λιώνουν σόλες από το συνεχές σουλάτσο. Και μετά βέβαια, μεζές στην προκυμαία! Και τι μεζές. Ακόμα και στην βραστή πατάτα να μείνεις, άμα είναι αξιώτικη, ο ουρανίσκος σου θα καταδυθεί μέχρι τις ρίζες της, για τέτοια νοστιμιά μιλάμε.
Αν πρέπει τώρα να διαλέξεις ανάμεσα στα χωριά, το πράγμα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Στο Χαλκί, αρκεί να στρίψεις στο πρώτο στενό, να περάσεις το παραδοσιακό μπακάλικο με στοιβαγμένες τις συσκευασίες «αλά Ζήκος» και θα βρεθείς σε έναν κόσμο που δυστυχώς χάθηκε στην δίνη της ανάπτυξης. Ο αργαλειός ακούγεται από την γωνία, η Πηνελόπη προσπαθεί με χέρια και με πόδια, στην κυριολεξία, να περισώσει κάτι από την πατρογονική κληρονομιά. Η φωτογραφική μας δεν μπορεί να συναγωνιστεί την ταχύτητα της στον αργαλειό, ούτε το μολύβι να προλάβει την αφήγηση της. Κιλίμια, υφαντά, κασκόλ, μέχρι και καπέλα φτιάχνει στον αργαλειό της, όλα σε σχέδια που ξεπατίκωσε με μεράκι από τις γιαγιάδες της. Λίγο πιο κάτω, το Αποστακτήριο Κίτρου της οικογένειας Βαλληνδρά, έχει περάσει κι αυτό στα χέρια της νέας γενιάς. Πολύχρωμα μπουκαλάκια, εκατοντάδες ετικέτες συσκευασίας, φωτογραφίες και καζάνια από όπου κυλάει το μυρωδάτο υγρό που κάποτε έφτανε σε ολόκληρο τον κόσμο, μας υποδέχονται. Πιο πριν, ένα εργαστήρι με παραδοσιακά κεραμικά. Ζαλισμένοι κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. Ένα γαλακτομπούρεκο για το δρόμο- παχιά η κρέμα να γεμίζει το στόμα, όπως πρέπει- και συνεχίζουμε για Απείρανθο και Μουτσούνα.
Φτάνουμε στο πιο ξακουστό χωριό της Νάξου μεσημέρι. Στην πρώτη αυλή μια γιαγιά ξεχορταριάζει τον κήπο, ο «Πλάτανος», το ταβερνάκι που μας σύστησαν από την Χώρα, κλειστό ένεκα μεσημεριανής σιέστας. Τσάμπα λιγουρευόμαστε το ρόστο και το ζαμπόνι του, τσάμπα βουίζουν στα αυτιά μας οι τσαμπούνες που μας στοίχειωσαν από τις αφηγήσεις των ντόπιων. Στριφογυρνάμε στο αμφιθεατρικά χτισμένο χωριό των 750 περίπου κατοίκων, χωριό «αξιοθέατο» όχι μόνο λόγω της ομορφιάς του, όσο της παράδοσης, της μουσικής, της γεύσης του. Άλλωστε, τα πέντε μουσεία του μικρού οικισμού το πιστοποιούν. Περικλεισμένο από τα βουνά, το χωριό ετούτο είναι γεννήτορας μεγάλων ανδρών, με πιο γνωστό τον Μανώλη Γλέζο. «Φταίει που στα ορεινά, οι άνθρωποι βάζουν το κεφάλι τους να δουλέψει περισσότερο, το στίβουν», μας λένε αργότερα στη Μουτσούνα.
Εκεί πάλι, ο δρόμος είναι για ταξιδευτές τραχείς. Το τοπίο άγριο, μπροστά η θέα φτάνει μέχρι Αμοργό με καλό καιρό και ο φιδίσιος δρόμος, στενός και απότομος, καταφέρνει να μας τρομάξει. Λίγο γκάζι παραπάνω και νιώθεις ότι θα βρεθείς μεσοπέλαγα κι ας σε χωρίζουν κάτι δεκάδες χιλιόμετρα από το βαθύ μπλε. Για πρωτευουσιάνοι, καλά τα καταφέρνουμε. Φτάνουμε στην μικρή, αγροτουριστική μονάδα του Νίκου Μανδηλαρά στον διπλανό κολπίσκο Αζαλά. Ζει εδώ με τη σύζυγο του και τα τέσσερα παιδιά τους, ανάμεσα σε δέντρα και μποστάνια. Εκείνη άφησε την δουλειά της ως βιολόγος στην Ολλανδία, για να ζήσει την αγροτική ζωή στην Ελλάδα. Εκείνος φουρνίζει τροφαντά κατσίκια στον χτιστό ξυλόφουρνο, ζυμώνει ψωμί με γλυκάνισο και άλλα –μυστικά του φούρναρη, που δεν μπορούμε να σας αποκαλύψουμε- και κάνει όσα δεν προλαβαίνει η Άστριντ. Τα παιδιά τους, κατάξανθα, γαλανομάτικα και ισομερώς κατανεμημένα όσον αφορά στο φύλο, χαμογελούν συνεχώς και παίζουν, πιο ευτυχισμένα από κάθε άλλο παιδί που έχουμε δει τελευταία. Μας στρώνουν το τραπέζι, μας κερνούν τούρτα με φράουλες από τον κήπο τους, λικέρ καρύδι και ναξιώτικο τσίπουρο. Στην παρέα προστίθενται δυο οργανοπαίχτες, η γλύκα στάζει από τα όργανα και ενώνεται με τα χαμόγελα στο τραπέζι, δειλά-δειλά αρχινάμε όλοι μαζί τις παραφωνίες. Κολάζ ευτυχίας με φόντο ένα κατάλευκο εκκλησάκι, κοκκινόχωμα, αμπέλια και αλμύρα, δυσκολεύεσαι να πάρεις τον δρόμο του γυρισμού.
Το αποφασίζουμε με βαριά καρδιά, είναι κι αυτές οι στροφές που μας προβληματίζουν, είναι που έχουμε αποφασίσει την επόμενη μέρα να επιδοθούμε στο «κυνήγι του Κούρου». Ενωμένοι με την γη, μισοτελειωμένοι, μοιάζουν να περιμένουν ένα σύνθημα για να αφήσουν τον αιώνιο ύπνο τους. Αγναντεύουν την θάλασσα, κρύβονται ανάμεσα σε χορτάρια, σιωπηλοί φύλακες, θαρρείς, της γης που τους φιλοξενεί. Στον Απόλλωνα ο τεράστιος Κούρος των 10 μέτρων χρειάζεται τις αποστάσεις του για να εκτιμήσεις το μεγαλείο του. Στο Φλεριό, είναι πιο ανθρώπινα τα μέτρα, ο Κούρος και η Κόρη δροσίζονται από τα πλατάνια της περιοχής. Επιστρέφοντας σταματάμε στο χωριό Εγγαρές, για να δούμε από κοντά το παλιό ελαιοτριβείο των προγόνων που ξαναζωντάνεψε η Νικολέττα Λιανού με ίδια μέσα. Μας εξηγεί κάθε μικρή λεπτομέρεια της διαδικασίας που ακολουθούσαν οι ντόπιοι και μας αφήνει να σπρώξουμε τον βαρύ, πέτρινο κύλινδρο με το ξύλινο δοκάρι για να αντιληφθούμε πως γινόταν η έκθλιψη του καρπού. Ετοιμόλογη και με ξεχωριστό ταμπεραμέντο που ταιριάζει απόλυτα στο γούστο μας, μας ξεπροβοδίζει με έναν χάρτη σημειωμένο με όλα τα πιθανά και απίθανα, κλισέ και μη, αξιοθέατα του νησιού, την στιγμή ακριβώς που είχαμε αποφασίσει ότι οι Ναξιώτες κρατούν τις ομορφιές του τόπου μόνο για τον εαυτό τους. Θέλουμε 20 μέρες για να τα δούμε όλα αυτά, αλλά υποσχόμαστε να επανέλθουμε το συντομότερο. Κατά προτίμηση την εποχή της προβάτσας, τα εδώδιμα ετούτα χόρτα μας ξετρέλαναν.
Μ’αυτά και μ’αυτά, μια βουτιά δεν κάναμε. Οικτίρουμε εαυτόν για την αυτοσυγκράτηση μας και παίρνουμε τον χάρτη της Νικολέττας για να ρίξουμε τον κλήρο. Πεντακάθαρα, γαλάζια νερά και ψιλή άμμος παντού. Άγιος Προκόπιος, Αγία Άννα, Πλάκα, Ορκός ή επιστροφή στον Άγιο Γεώργιο για να προλάβουμε και το πλοίο; Και τα τυριά απ’ τον Κουφόπουλο ή από την Ένωση; Δύσκολη ώρα για διλήμματα.
Μην χάσετε:
Στην Απείρανθο χαθείτε στα στενά για να ανακαλύψετε όμορφες γωνιές, να επισκεφθείτε ένα από τα πέντε μουσεία του χωριού, ανάμεσα στα οποία ένα Φυσικής Ιστορίας, ένα Γεωλογικό και ένα Εικαστικών Τεχνών και να δοκιμάσετε ζαμπόνι, ένα είδος παστού, αρωματικού χοιρινού. Στον δρόμο ανάμεσα στην Απείρανθο και τον Δανακό, αναζητήστε την Μονή του Φωτοδότη Χριστού, τον αρχαιότερο ναό του νησιού που θυμίζει πύργο, με τον μύθο να θέλει τον Βύρωνα να χάραξε και εδώ το όνομα του. Στον Κυνίδαρο θαυμάστε τα νταμάρια και την αγριάδα του βουνού στην διαδρομή και την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του οικισμού. Στο Χαλκί αναζητήστε τα παραδοσιακά εργαστήρια κεραμικών, υφαντουργίας και το Αποστακτήριο Κίτρου Βαλληνδρά.
Τι να αγοράσετε φεύγοντας:
Προμηθευτείτε μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού από τον Γιάννη Μανδενάκη στο Χαλκί, από αγριοκορόμηλο και φράπα, μέχρι μελιτζανάκι και καρπούζι. Για δωράκια διαφορετικά, δοκιμάστε τα χειροποίητα κεριά «Ναξία» στη Χώρα. Γραβιέρα πικάντικη ή με αρωματικά χόρτα, αρσενικό και άλλα τυριά θα πάρετε από την Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Νάξου ή τον «Κουφόπουλο».
Μετακινήσεις:
Τα πλοία για Νάξο εκτελούν καθημερινά δρομολόγια περίπου 5,5 ωρών, πρωί και απόγευμα, ενώ εναλλακτικά μπορείτε να φθάσετε με πτήση της Ολυμπιακής που διαρκεί περίπου 40 λεπτά.
menoume-ellada.gr